ξομολόγος
(ουσ. αρσ.)
ξομολόγος
[ksomοˈloɣos]
Μισθ.
ξεμολόγος
[ksemoˈloɣos]
Σινασσ.
ξομολόγης
[ksomοˈloɣis]
Μαλακ.
ξομολόης
[ksomoˈlois]
Τελμ.
Από το μεταγν. ρ. ἐξομολογῶ υποχωρητ.
Εξομολόγος
ό.π.τ.
:
Έκλαψι κείνου πουλύ, ξέριξίν τα πουλύ καλά, τσόουν ξομουλόγου τ'νι
(Έκλαψε εκείνος πολύ, τους ήξερε πολύ καλά, ήταν εξομολόγος τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μια φορά ένας καλόγερος βρέθηκεν με μιαν καλογριάν· πήεν είπεν το σον ξομολόην
(Μια φορά ένας καλόγερος συνευρέθηκε με μιά καλόγρια· πήγε και το είπε στον εξομολόγο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ξαγορευτής