ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξομολόγος (ουσ. αρσ.) ξομολόγος [ksomοˈloɣos] Μισθ. ξεμολόγος [ksemoˈloɣos] Σινασσ. ξομολόγης [ksomοˈloɣis] Μαλακ. ξομολόης [ksomoˈlois] Τελμ. Από το μεταγν. ρ. ἐξομολογῶ υποχωρητ.
Εξομολόγος ό.π.τ. : Έκλαψι κείνου πουλύ, ξέριξίν τα πουλύ καλά, τσόουν ξομουλόγου τ'νι (Έκλαψε εκείνος πολύ, τους ήξερε πολύ καλά, ήταν εξομολόγος τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μια φορά ένας καλόγερος βρέθηκεν με μιαν καλογριάν· πήεν είπεν το σον ξομολόην (Μια φορά ένας καλόγερος συνευρέθηκε με μιά καλόγρια· πήγε και το είπε στον εξομολόγο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ξαγορευτής