ξιντιρντίζω
(ρ.)
ξουνdουρντίζου
[ksundur'dizu]
Μισθ.
ξουνdουρτίζου
[ksundurtizu]
Μισθ.
ξινdιρντίζου
[ksindir'dizu]
Μισθ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. kındırmak = α) προκαλώ, ερεθίζω β) παροτρύνω, με αναλογ. επίδρ. του προθμ. ξε- > ξι- (με στένωση) > ξου- (με αφομ.).
1. Προκαλώ
:
Με μη ξουνdουρτίεις
(Μη με προκαλείς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Παροτρύνω
:
Αν δεν σας ξινdιρντίσου λίου, εσείτ' γάλια λέτ' τα
(Αν δεν σας προκαλέσω λίγο, εσείς σιγά μην τα πείτε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025