ξιντιρντίζω
(ρ.)
ξινdιρντίζου
[ksindir'dizu]
Μισθ.
ξουνdουρτίζου
[ksundur'dizu]
Μισθ.
Πιθ. από τον αορ. özendirdi του ρ. özendirmek = παροτρύνω. Για την τροπή [z] > [ks] βλ. την παρατήρηση του Nişanyan (2002-2023: λ. özenmek) ότι οι ομόρριζες λέξεις απαντούν στις τουρκ. διαλέκτους με την μορφή öğse-.
Προκαλώ
:
Με μη ξουνdουρτίεις
(Μη με προκαλείς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αν δεν σας ξινdιρντίσου λίου, εσείτ' γάλια λέτ' τα
(Αν δεν σας προκαλέσω λίγο, εσείς σιγά μην τα πείτε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ