ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξιντιρντίζω (ρ.) ξινdιρντίζου [ksindir'dizu] Μισθ. ξουνdουρτίζου [ksundur'dizu] Μισθ. Πιθ. από τον αορ. özendirdi του ρ. özendirmek = παροτρύνω. Για την τροπή [z] > [ks] βλ. την παρατήρηση του Nişanyan (2002-2023: λ. özenmek) ότι οι ομόρριζες λέξεις απαντούν στις τουρκ. διαλέκτους με την μορφή öğse-.
Προκαλώ : Με μη ξουνdουρτίεις (Μη με προκαλείς) Μισθ. -Κοτσαν. Αν δεν σας ξινdιρντίσου λίου, εσείτ' γάλια λέτ' τα (Αν δεν σας προκαλέσω λίγο, εσείς σιγά μην τα πείτε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ