ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξιντιρντίζω (ρ.) ξουνdουρντίζου [ksundur'dizu] Μισθ. ξουνdουρτίζου [ksundurtizu] Μισθ. ξινdιρντίζου [ksindir'dizu] Μισθ. Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. kındırmak = α) προκαλώ, ερεθίζω β) παροτρύνω, με αναλογ. επίδρ. του προθμ. ξε- > ξι- (με στένωση) > ξου- (με αφομ.).
1. Προκαλώ : Με μη ξουνdουρτίεις (Μη με προκαλείς) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Παροτρύνω : Αν δεν σας ξινdιρντίσου λίου, εσείτ' γάλια λέτ' τα (Αν δεν σας προκαλέσω λίγο, εσείς σιγά μην τα πείτε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025