ξημέρωμα
(ουσ. ουδ.)
ξημέρωμα
[ksiˈmeroma]
Σίλ., Σινασσ.
ξ̑ημόρημα
[kʃi'morima]
Σίλ.
Γεν.
ξημερωμάτου
[ksimeroˈmatu]
Φάρασ.
Aπό το μεσν. ουσ. ξημέρωμα.
Ξημέρωμα, η ώρα της ανατολής του ήλιου
ό.π.τ.
:
Ήγρεψεν τ’ άστρα και θωρεί τι ξημερωμάτου ταρός τζ̑ο ’νι
(Κοίταξε τ’ άστρα και βλέπει ότι δεν είναι ώρα για ξημέρωμα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Αύριο θα πάγω ξημερώματα στο Κάστρο για την πόστα
(Αύριο θα πάω ξημερώματα στη Νίγδη για το ταχυδρομείο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ασ’ τα ξημερώματα με το νου μ’ δεν είμαι
(Από το πρωί δεν είμαι στα καλά μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Καλά ξημερώματα
(Καλό ξημέρωμα˙ βραδινή ευχή)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025