ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξημέρωμα (ουσ. ουδ.) ξημέρωμα [ksiʹmeroma] Σίλ., Σινασσ. ξ̑ημόρημα [kʃi'morima] Σίλ. Γεν. ξημερωμάτου [ksimeroʹmatu] Φάρασ. Aπό το μεσν. ουσ. ξημέρωμα.
Ξημέρωμα, η ώρα της ανατολής του ήλιου ό.π.τ. : Ήγρεψεν τ’ άστρα και θωρεί τι ξημερωμάτου ταρός τζ̑ο ’νι (Κοίταξε τ’ άστρα και βλέπει ότι δεν είναι ώρα για ξημέρωμα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Αύριο θα πάγω ξημερώματα στο Κάστρο για την πόστα (Αύριο θα πάω ξημερώματα στη Νίγδη για το ταχυδρομείο)