ξημέρωμα
(ουσ. ουδ.)
ξημέρωμα
[ksiʹmeroma]
Σίλ., Σινασσ.
ξ̑ημόρημα
[kʃi'morima]
Σίλ.
Γεν.
ξημερωμάτου
[ksimeroʹmatu]
Φάρασ.
Aπό το μεσν. ουσ. ξημέρωμα.
Ξημέρωμα, η ώρα της ανατολής του ήλιου
ό.π.τ.
:
Ήγρεψεν τ’ άστρα και θωρεί τι ξημερωμάτου ταρός τζ̑ο ’νι
(Κοίταξε τ’ άστρα και βλέπει ότι δεν είναι ώρα για ξημέρωμα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Αύριο θα πάγω ξημερώματα στο Κάστρο για την πόστα
(Αύριο θα πάω ξημερώματα στη Νίγδη για το ταχυδρομείο)