ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξημερεύει (ρ. απρόσ.) ξημερεύει [ksimeˈrevi] Φάρασ. Αόρ. ξημέριψε [ksiʹmeripse] Φάρασ. Από το πρόθμ. ξε-, το ουσ. ημέρα και το παραγωγ. επίθμ. -εύει, πβ. και μεσν. ρ. ξημερώνει.
Ξημερώνει : Ξημέριψιν! (Ξημέρωσε!) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. || Φρ. Τσ̑άπ' είνdαι πουά 'λαχτόρε, ξημερεύ' άργά (Εκεί που υπάρχουν πολλοί πετεινοί, αργεί να ξημερώσει˙ Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει· ένας πρέπει να είναι αρχηγός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ασπρίζω, ξημερώνω, σαφαχιαίνω, φωτίζω, χαράζω :1, αυγάζω