ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξημερεύει (ρ. απρόσ.) ξημερεύει [ksimeˈrevi] Φάρασ. Αόρ. ξημέριψε [ksiˈmeripse] Φάρασ. Παθ. Αόρ. ξημερεύ'κι [ksimeˈrefci] Φάρασ. Από το πρόθμ. ξε-, το ουσ. ημέρα και το παραγωγ. επίθμ. -εύει, πβ. και μεσν. ρ. ξημερώνει.
Ενεργ. και μεσοπαθ., ξημερώνει : Ξημέριψιν! (Ξημέρωσε!) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Τζ̑ας ξημερεύκ͑εν ήρτ͑ες (Mόλις ξημέρωσε ήρθες) Φάρασ. -Αναστασ. ’στέρου πηάγανε, γκαι ξημέρεψε (Ύστερα έφυγαν, και ξημέρωσε) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Τσ̑άπ’ είνται πουά ’λαχτόρε, ξημερεύ’ αργά (Εκεί που υπάρχουν πολλοί πετεινοί, αργεί να ξημερώσει˙ Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει· ένας πρέπει να είναι αρχηγός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ασπρίζω, ξημερώνω, σαφαχιαίνω, φωτίζω, χαράζω, αυγάζω
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025