ξημερεύει
(ρ. απρόσ.)
ξημερεύει
[ksimeˈrevi]
Φάρασ.
Αόρ.
ξημέριψε
[ksiʹmeripse]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. ξε-, το ουσ. ημέρα και το παραγωγ. επίθμ. -εύει, πβ. και μεσν. ρ. ξημερώνει.
Ξημερώνει
:
Ξημέριψιν!
(Ξημέρωσε!)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Φρ.
Τσ̑άπ' είνdαι πουά 'λαχτόρε, ξημερεύ' άργά
(Εκεί που υπάρχουν πολλοί πετεινοί, αργεί να ξημερώσει˙ Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει· ένας πρέπει να είναι αρχηγός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ασπρίζω, ξημερώνω, σαφαχιαίνω, φωτίζω, χαράζω :1, αυγάζω