ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξημερώνω (ρ.) ξημερώνω [ksimeˈrono] Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ. ξ̑ημορώνω [kʃimoˈrono] Σίλ. Παρατατ. ξημέρωνα [ksiˈmeronen] Ανακ. Παθ. ξημερούμαι [ksimeˈrume] Φάρασ. Από το μεσν.ρ. ξημερώνω.
1. Απρόσ., ξημερώνει ό.π.τ. : Αρ' κόρες στες πένdι ξ̑ημορώνει (Βρε κορίτσια στις πέντε ξημερώνει) -Κωστ.Σ. Σα τρία, σα τέσσερα, φώτιζεν, καλά ξημέρωνεν (Στο τρίτο, στο τέταρτο (ενν. λάλημα του πετεινού) φώτιζε, καλά ξημέρωνε) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ασπρίζω, ξημερεύει :1, σαφαχιαίνω, φωτίζω, χαράζω :1, αυγάζω
2. Ξημερώνομαι, ξενυχτάω Σίλ., Φάρασ. : Ως τ’ αόπουρμα ξημώρησ’ παπάς (Ως το πρωί ξημερώθηκε ο παπάς, είχε ολονυκτία) Σίλ. -Κωστ.Σ.