σαφαχιαίνω
(ρ. απρόσ.)
σαφάχ̇ιαίνει
[safaçiˈeni]
Φάρασ.
Από το ουσ. σαφάχ̇ι και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025