σαφαχλίχι
(ουσ. ουδ.)
σ̑αφάχλίχι
[ʃaˈfaxliçi]
Φάρασ.
Από το επίθ. σαβάχος, όπου και τύπ. σ̑αφάχους με παραγωγ. επίθμ. -λίκι, όπου και τύπ. -λίχι.
Η αφέλεια, η ανοησία
Φάρασ.