ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαχάν (ουσ. ουδ.) σαχάν [saˈxan] Τροχ. σαχ̇ι̂́ν [saʹxɯn] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Φλογ. σαχούν [saˈxun] Μισθ., Τροχ. σαγ̇ι̂́ν [saʹɣɯn] Φλογ. Νεότ. ουσ. σαχάνι (Mackridge 2021: 140), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sahan ή sahn = πιάτο, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahın και sağın.
Χάλκινο πιάτο ό.π.τ. : Τ' όξ̑ινου γάλα βάλλουμ' ντου στου τ͑ουρβά τσ̑ι στραγγίζει τσ̑ι βάλλουμ' ντου στου σαχ̇ι̂́ν απέσ' τσ̑ι τρώμ' ντου μι ντου χουλιάρ' (το ξινόγαλα το βάζουμε στο σακκούλι και στραγγίζει και το βάζουμε στο πιάτο μέσα και το τρώμε με το κουτάλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ' ένα σαχ̇ι̂́ν ούλα ντάμα τρώισ̑καν (σε ένα πιάτο όλοι μαζί έτρωγαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίρισκαμ' ένα σαχάν αλεύρ’ και σάνισκαμ’ φεγγάρι σο τουβάρ', σταυρός, ανgελούϊα (Παίρναμε ένα πιάτο αλεύρι και φτιάχναμε ένα φεγγάρι στον τοίχο, σταυρό, αγγελάκια) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Nα το δώκω ένα σαγ̇ι̂́ν να πά έξω να το φά (Να του δώσω ένα πιάτο να πάει έξω να το φάει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812