σαχράς
(ουσ. αρσ.)
σ̑αχράς
[ʃaˈxras]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şahra = δεμένα σπαρτά (THADS, λ. şahra).