σέβας
(ουσ. ουδ.)
σέβας
['sevas]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. σέβας.
Σεβασμός
Μισθ.
:
Σέβας ντέν έεις
(σεβασμό δεν έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.