ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεγμέν (ουσ. αρσ.) σεγμέν [seɣʹmen] Φλογ. Aπό το τουρκ. (< περσ.) ουσ. seğmen = α) ο επιφορτισμένος με τη φύλαξη κυνηγητικών σκυλιών β) ένοπλος φρουρός γ) διαλεκτ., ένοπλος νεαρός ντυμένος με παραδοσιακή στολή που συνοδεύει τη γαμήλια πομπή (Redhouse, Tietze 2019: λ. seymen).
Απεσταλμένος για πρόταση γάμου, προξενητής : Γιολάτ'σα σεγμέν, κοριτσού βα τ' μάνα τ' γένεν καριά τ'νε και αβούτσα σεμαδεύομαι (Έστειλα προξενητή, ο πατέρας και η μάνα της κοπέλας συμφώνησαν, και έτσι αρραβωνιάζομαι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811