ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέι (ουσ. ουδ.) σ̑έι ['ʃei] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ. σ̑έγι ['ʃeʝi] Μαλακ. σ̑έχ̑ [ʃeç] Αξ., Γούρδ., Σίλατ., Φλογ. σ̑έ [ʃe] Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ. Αρσ. σ̑έης ['ʃeis] Αραβαν. Πληθ. σ̑έα ['ʃea] Αξ., Ουλαγ., Φλογ. σ̑έγια ['ʃeʝa] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şey = α) πράγμα β) αντικαθιστά το ουσιαστικό όταν δεν βρίσκουμε την σωστή λέξη ή το σωστό όνομα (Redhouse).
1. Πράγμα ό.π.τ. : Ένα ατζ̑αΐπ σ̑έι (κανένα παράξενο πράγμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ογώ σήμερ' γ-ήβρα ένα καλό σ̑έι (εγώ σήμερα βρήκα ένα καλό πράγμα) Ουλαγ. -Κεσ. Ματέτ' ντα σ̑έα σας (να πάρετε τα πράγματά σας) Ουλαγ. -Κεσ. Σάνκι ένα ζορλού σ̑έι 'ναι (σάμπως ένα εξαιρετικό πράγμα είναι) Ουλαγ. -Κεσ. Ούτσ̑α σ̑έα ψυή μ' σικιλντά (σε τέτοια πράγματα στενοχωριέμαι) Ουλαγ. -Κεσ. Ατό τσι ιτά ντάμα μποίκαν ιτο ντου σ̑έι (αυτός και αυτή μαζί κάνανε αυτό το πράγμα) Μισθ. -Κοτσαν. Τότε πατισ̑άχος έdωκε το κορίτσ̑ι τ, και σάλσε ερυό ταbούρια ασκέρ, για να μη έννουν ένα σεχ̑ (τότε ο βασιλιάς έδωσε την κόρη του, και έστειλε δύο τάγματα στρατού για να αποτρέψει την ένωσή τους) Γούρδ. -Dawk. Σ’ ένα χαρτί μέσα δώκεν ντο λίγο σ̑έχ̑ (σε ένα χαρτί μέσα του έδωσε λίγο πράγμα) Φλογ. -Dawk. Τομόν το σέι (Το δικό μου πράγμα) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Συνών. ζάτι, καλαμπαλίκι :3, πράμα, χανούτι :2
2. Γραμματικοποιημένο, συνοδευόμενο από το αορ. άρθρ. ένα, ως άρνηση, τίποτα, καθόλου ό.π.τ. : Ένα σ̑έι ντε γροικάνε (Τίποτα δεν καταλαβαίνουν) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Ένα σ̑έι ντεν έγροιξα (ένα πράγμα δεν κατάλαβα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ένα σ̑έι ντεν είραν (Τίποτα δεν είδαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'Σ ένα σ̑έι ντε φελάς άλλο (σε κανένα πράγμα δεν ωφελείς πια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Δεν ντου μποίκαν ένα σ̑έ' (δεν ωφελήθηκαν απολύτως σε τίποτα) Μαλακ. -Dawk. Δεν ηύραν ένα σ̑έι (δε βρήκαν τίποτα) Σίλατ. -Dawk. Βαλιού ντο ντένημα ένα σ̑έι ντέ 'ναι, με φοάσαι (του βουβαλιού το δέσιμο ένα πράγμα δεν είναι, μη φοβάσαι) Ουλαγ. -Κεσ. Πισ̑τικός 'τον ντο έμαχεν αργά χ̑τον· ένα σ̑έι ντεμ bορζε να bοίκ' (ο πιστικός όταν το έμαθε αργά ήταν· ένα πράγμα δεν μπορούσε να κάνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντεν είχεν ένα σ̑έχ̑ να φάιχ̑ (δεν είχε τίποτα να φάει) Αξ. -Dawk.
3. Στον πληθ., κεράσματα (ξερά φρούτα, ξηροί καρποί, καραμέλες, μπισκότα) Σινασσ. : Σινασίτικα/πολίτικα σέγια (Κεράσματα ντόπια ή από την Πόλη) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ.
4. Διάλυμα σκόνης κηκιδιών βελανιδιάς για το μαλάκωμα του δέρματος του γουρουνιού Αξ.
5. Στο αρσ., ως κλινόμενη αντωνυμία, ο τάδε Αραβαν. Συνών. κρυφός, τάδε, ταδεποιός, τίτος, φιλάν