σέι
(ουσ. ουδ.)
σ̑έι
['ʃei]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ.
σ̑έγι
['ʃeʝi]
Μαλακ.
σ̑έχ̑
[ʃeç]
Αξ., Γούρδ., Σίλατ., Φλογ.
σ̑έ
[ʃe]
Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ.
Αρσ.
σ̑έης
['ʃeis]
Αραβαν.
Πληθ.
σ̑έα
['ʃea]
Αξ., Ουλαγ., Φλογ.
σ̑έγια
['ʃeʝa]
Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şey = α) πράγμα β) αντικαθιστά το ουσιαστικό όταν δεν βρίσκουμε την σωστή λέξη ή το σωστό όνομα (Redhouse).
1. Πράγμα
ό.π.τ.
:
Ένα ατζ̑αΐπ σ̑έι
(κανένα παράξενο πράγμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ογώ σήμερ' γ-ήβρα ένα καλό σ̑έι
(εγώ σήμερα βρήκα ένα καλό πράγμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ματέτ' ντα σ̑έα σας
(να πάρετε τα πράγματά σας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σάνκι ένα ζορλού σ̑έι 'ναι
(σάμπως ένα εξαιρετικό πράγμα είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ούτσ̑α σ̑έα ψυή μ' σικιλντά
(σε τέτοια πράγματα στενοχωριέμαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ατό τσι ιτά ντάμα μποίκαν ιτο ντου σ̑έι
(αυτός και αυτή μαζί κάνανε αυτό το πράγμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τότε πατισ̑άχος έdωκε το κορίτσ̑ι τ, και σάλσε ερυό ταbούρια ασκέρ, για να μη έννουν ένα σεχ̑
(τότε ο βασιλιάς έδωσε την κόρη του, και έστειλε δύο τάγματα στρατού για να αποτρέψει την ένωσή τους)
Γούρδ.
-Dawk.
Σ’ ένα χαρτί μέσα δώκεν ντο λίγο σ̑έχ̑
(σε ένα χαρτί μέσα του έδωσε λίγο πράγμα)
Φλογ.
-Dawk.
Τομόν το σέι
(Το δικό μου πράγμα)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Συνών.
ζάτι, καλαμπαλίκι :3, πράμα, χανούτι :2
2. Γραμματικοποιημένο, συνοδευόμενο από το αορ. άρθρ. ένα, ως άρνηση, τίποτα, καθόλου
ό.π.τ.
:
Ένα σ̑έι ντε γροικάνε
(Τίποτα δεν καταλαβαίνουν)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Ένα σ̑έι ντεν έγροιξα
(ένα πράγμα δεν κατάλαβα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα σ̑έι ντεν είραν
(Τίποτα δεν είδαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'Σ ένα σ̑έι ντε φελάς άλλο
(σε κανένα πράγμα δεν ωφελείς πια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Δεν ντου μποίκαν ένα σ̑έ'
(δεν ωφελήθηκαν απολύτως σε τίποτα)
Μαλακ.
-Dawk.
Δεν ηύραν ένα σ̑έι
(δε βρήκαν τίποτα)
Σίλατ.
-Dawk.
Βαλιού ντο ντένημα ένα σ̑έι ντέ 'ναι, με φοάσαι
(του βουβαλιού το δέσιμο ένα πράγμα δεν είναι, μη φοβάσαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πισ̑τικός 'τον ντο έμαχεν αργά χ̑τον· ένα σ̑έι ντεμ bορζε να bοίκ'
(ο πιστικός όταν το έμαθε αργά ήταν· ένα πράγμα δεν μπορούσε να κάνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντεν είχεν ένα σ̑έχ̑ να φάιχ̑
(δεν είχε τίποτα να φάει)
Αξ.
-Dawk.
3. Στον πληθ., κεράσματα (ξερά φρούτα, ξηροί καρποί, καραμέλες, μπισκότα)
Σινασσ.
:
Σινασίτικα/πολίτικα σέγια
(Κεράσματα ντόπια ή από την Πόλη)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
4. Διάλυμα σκόνης κηκιδιών βελανιδιάς για το μαλάκωμα του δέρματος του γουρουνιού
Αξ.