σεβνταλού
(επίθ.)
σεβνταλού
[sevda'lu]
Μισθ.
σεβταλού
[sev'talu]
Μαλακ., Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. sevdalı = ερωτευμένος, εραστής. Πβ. και νεότ. ουσ. σεβδαλής (Καλλίν. Γ΄ 3.13.1538 «Γλυκὰ νερὰ καὶ πλούσια τρέχουν καὶ μουρμουρίζουν, τῶν σεβδαλήδων λογισμὸν πολλὰ ἐγλενδιρίζουν»).
1. Αγαπημένος
Μισθ.
:
Γοτσακλάδα ντου σεβταλούς σ'
(αγκάλιασε την αγαπημένη σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήρειν ντου σεβνταλούτ΄τς΄έφχιν
(πήρε την αγαπημένη του και έφυγε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ερωτευμένος
Μαλακ.