ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεβιντίζω (ρ.) σεβινdίζω [sevinˈdizo] Φάρασ. σα̈βινdίζω [sævinˈdizo] Φάρασ. Αόρ. σεβίντισα [seʹvindisa] Φλογ. σεβίνdζισα [seˈvindzisa] Σίλ. Από το αόρ. του τουρκ. ρ. sevinmek = χαίρομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χαίρομαι ό.π.τ. : Πότ' κι αν μας είρι, σεβίνdζισι (Όταν μας είδε, χάρηκε) Σίλ. -Καρίπ. Tα άντρες, μο τ' ακούσανε, πασλάτ'σαν να σεβιντίσουν (Οι άντρες όταν το άκουσαν άρχισαν να χαίρονται) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Σεβίντ'σαμε που τ' ακούσαμε (Χαρήκαμε που το ακούσαμε) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β