σεβιντίζω
(ρ.)
σεβινdίζω
[sevinˈdizo]
Φάρασ.
σα̈βινdίζω
[sævinˈdizo]
Φάρασ.
Αόρ.
σεβίντισα
[seʹvindisa]
Φλογ.
σεβίνdζισα
[seˈvindzisa]
Σίλ.
Από το αόρ. του τουρκ. ρ. sevinmek = χαίρομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χαίρομαι
ό.π.τ.
:
Πότ' κι αν μας είρι, σεβίνdζισι
(Όταν μας είδε, χάρηκε)
Σίλ.
-Καρίπ.
Tα άντρες, μο τ' ακούσανε, πασλάτ'σαν να σεβιντίσουν
(Οι άντρες όταν το άκουσαν άρχισαν να χαίρονται)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Σεβίντ'σαμε που τ' ακούσαμε
(Χαρήκαμε που το ακούσαμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β