σαψαλίζω
(ρ.)
σαψαλίζω
[sapsaˈlizo]
Σινασσ.
Από το ουσ. σαψάλι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αποχαυνώνομαι
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025