σαχίρ σαχίρ
(επίρρ.)
σ̑αχίρ σ̑αχίρ
[ʃaˈçɯr ʃaˈçɯr]
Μαλακ.
Άπό την τουρκ. φρ. sakır sakır = συνεχώς.
Σύντομα, αμέσως
Μαλακ.
:
Έρχιτι τζ̑ελάτ σ̑αχίρ σ̑αχίρ μι τα μαχαίρα
(Έρχεται αμέσως ο δήμιος με τα σπαθιά του)
Μαλακ.
-Dawk.