ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαχίρ σαχίρ (επίρρ.) σ̑αχίρ σ̑αχίρ [ʃaˈçɯr ʃaˈçɯr] Μαλακ. Άπό την τουρκ. φρ. sakır sakır = συνεχώς.
Σύντομα, αμέσως Μαλακ. : Έρχιτι τζ̑ελάτ σ̑αχίρ σ̑αχίρ μι τα μαχαίρα (Έρχεται αμέσως ο δήμιος με τα σπαθιά του) Μαλακ. -Dawk.