σάφρα
(ουσ. ουδ.)
σάφρα
[ˈsafra]
Μαλακ., Σινασσ.
σαφρά
[saˈfra]
Μισθ.
Αρσ.
σαφράς
[saˈfras]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) safra = χολή.
Χολή, πράσινος εμετός
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γάριασαν ντα σαφράϊα μ'
(Ανακατεύτηκαν τα υγρά της χολής μου˙ έχω τάση για εμετό. Πβ. τουρκ. φρ. <em>safrası bulanmak </em>= ανακατεύομαι, παθαίνω ναυτία.)
Μισθ.
-Κοτσαν.