σαυρινός
(επίθ.)
Θηλ.
'σαυριν̑ή
[savriˈɲi]
Σίλ.
Πιθ. από το μεταγν. επίρρ. ἐσαύριον = την επόμενη μέρα, από την αρχ. φρ. ἡ ἐς αὔριον = η αυριανή.
Αυριανός
:
'σαυριν̑ή αβόπουρμα ρωτούν ντους
(Την αυριανή μέρα το πρωί τους ρωτούν)
Σίλ.
-Dawk.
Ήσιλν̑ισκι ’σαυριν̑ή μέρα να πάγει 'ς τουν γκάμbου
(Ήθελε την επόμενη μέρα να πάει στον κάμπο)
Σίλ.
-Dawk.