σαστιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
σασ̑τι-έσιμα
[saʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. σαστίζω, όπου και τύπ. σασ̑τιέου, με παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Έκπληξη