σάσκιραν
(ουσ. ουδ.)
σάσ̑κιραν
[ˈsaʃciran]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. saçkıran = η δερματική ασθένεια τριχοφάγος.
Τριχοφάγος