σασλαντιρντώ
(ρ.)
σασ̑λαντιρντώ
[saʃladirˈdο]
Ανακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. şaşılaştırmak= κάνω κάποιον να αλληθωρίσει.
Αλληθωρίζω
:
Σασ̑λαντιρντά τα μάτια τ’
(Αλληθωρίζει τα μάτια του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.