ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασλαντιρντώ (ρ.) σασ̑λαντιρντώ [saʃladirˈdο] Ανακ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. şaşılaştırmak= κάνω κάποιον να αλληθωρίσει.
Αλληθωρίζω : Σασ̑λαντιρντά τα μάτια τ’ (Αλληθωρίζει τα μάτια του) Ανακ. -Κωστ.Α.
Τροποποιήθηκε: 21/07/2023