ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασκινίχι (ουσ. ουδ.) σασχινίχι [sasçiˈniçi] Αραβ. Από το τουρκ. ουσ. şaşkınlık = α) παραζάλη, σαστιμάρα β) ανοησία, βλακεία. Πβ. και βαλκαν. τουρκ. şaşkınnık.
Απελπισία : Ασ’ σο σασχινίχι των οι Χριστιανοί τούρκεψαν (Από την απελπισία τους οι Χριστιανοί αλλαξοπίστησαν) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163