σασκινίχι
(ουσ. ουδ.)
σασχινίχι
[sasçiˈniçi]
Αραβ.
Από το τουρκ. ουσ. şaşkınlık = α) παραζάλη, σαστιμάρα β) ανοησία, βλακεία. Πβ. και βαλκαν. τουρκ. şaşkınnık.
Απελπισία
:
Ασ’ σο σασχινίχι των οι Χριστιανοί τούρκεψαν
(Από την απελπισία τους οι Χριστιανοί αλλαξοπίστησαν)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163