σαρσούρης
(ουσ. αρσ.)
σαρσούρης
[sarˈsuris]
Σινασσ.
Πιθ. από το παλ. τουρκ. επίθ. sersar = αυτός που μιλάει μεγαλόφωνα, φλύαρος.
Εύθυμος, γλετζές
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025