σαρκιντώ
(ρ.)
σαρκι̂τώ
[sarkɯˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. sarkmak = α) κρεμάω β) κρέμομαι γ) σκύβω.
Κρεμάω
:
Ζαφείρα σαρκι̂τά τα μαλλιά της
(Η Ζαφείρα κρεμάει τα μαλλιά της (ενν. για να πιαστεί η μητέρα της))
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD