ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαραχπανά (ουσ. αρσ.) σ̑αραχπανά [ʃaraxˈpana] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. şaraphane = οινοποιείο, με μετάθ.
Πατητήρι : Φέρισκαμ’ τα σταφύλια στο σπίτι, βάλλισ̑καμ’ τα σο σ̑αραχπανά, τα πατούσαμε (Φέρναμε τα σταφύλια στο σπίτι, τα βάζαμε στο πατητήρι, τα πατούσαμε) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ258
Τροποποιήθηκε: 05/08/2024