σαραχπανά
(ουσ. αρσ.)
σ̑αραχπανά
[ʃaraxˈpana]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. şaraphane = οινοποιείο, με μετάθ.
Πατητήρι
:
Φέρισκαμ’ τα σταφύλια στο σπίτι, βάλλισ̑καμ’ τα σο σ̑αραχπανά, τα πατούσαμε
(Φέρναμε τα σταφύλια στο σπίτι, τα βάζαμε στο πατητήρι, τα πατούσαμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ258