ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρίκι (ουσ. ουδ.) σαρίκ' [saˈrik] Σεμέντρ. σαρίχι [saˈriçi] Σινασσ., Φάρασ. σαρι̂́χ [saˈrɯx] Σινασσ. σαρίχ [saˈrix] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. σαρίκιν, το οπ. από το τουρκ ουσ. sarık = τουρμπάνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. sarıh.
Σαρίκι, στενόμακρο ύφασμα που το τύλιγαν γύρω από το φέσι στην ανδρική φορεσιά ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 24/09/2024