σαρίκι
(ουσ. ουδ.)
σαρίκ'
[saˈrik]
Σεμέντρ.
σαρίχι
[saˈriçi]
Σινασσ., Φάρασ.
σαρι̂́χ
[saˈrɯx]
Σινασσ.
σαρίχ
[saˈrix]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. σαρίκιν, το οπ. από το τουρκ ουσ. sarık = τουρμπάνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. sarıh.
Σαρίκι, στενόμακρο ύφασμα που το τύλιγαν γύρω από το φέσι στην ανδρική φορεσιά
ό.π.τ.