σαραντούρι
(ουσ. ουδ.)
σαραdούρι
[sara'duri]
Σίλ.
Από το μεσν. αριθμτ. σαράντα και παραγωγ. επίθμ. -ούρι.
Τροποποιήθηκε: 06/11/2024