ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαραντίζω (ρ.) σαρανdίζω [saranˈdizo] Τροχ. σερανdζ̑ίζω [seranˈdʒizo] Αραβαν. σεραντίζου [seranˈdizu] Μισθ. Μεσν. ρ. σαραντίζω.
1. Για λεχώνα ή βρέφος, περνάω 40 μέρες μετά τον τοκετό ό.π.τ. : Πότ' σαράνdιξαν τα παιδιά, θέκισκαν τα 'κει πάνω στο μαγμέρ' (Όταν σαράντιζαν τα παιδιά, τα έβαζαν πάνω σ' εκείνο το μάρμαρο της εκκλησίας) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290
2. Πλένω ένα θεωρούμενο ως μολυσμένο σκεύος 40 φορές, λαϊκή πρόληψη Αραβαν.