σαραντίζω
(ρ.)
σαρανdίζω
[saranˈdizo]
Τροχ.
σερανdζ̑ίζω
[seranˈdʒizo]
Αραβαν.
σεραντίζου
[seranˈdizu]
Μισθ.
Μεσν. ρ. σαραντίζω.
1. Για λεχώνα ή βρέφος, περνάω 40 μέρες μετά τον τοκετό
ό.π.τ.
:
Πότ' σαράνdιξαν τα παιδιά, θέκισκαν τα 'κει πάνω στο μαγμέρ'
(Όταν σαράντιζαν τα παιδιά, τα έβαζαν πάνω σ' εκείνο το μάρμαρο της εκκλησίας)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
2. Πλένω ένα θεωρούμενο ως μολυσμένο σκεύος 40 φορές, λαϊκή πρόληψη
Αραβαν.