ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρακοστιάζω (ρ.) σαρακοσ̑τιάζω [sarakοˈʃtʝazo] Αξ., Φλογ. σαρακοσ̑τιάζου [sarakοˈʃtʝazu] Μισθ. Από το ουσ. σαρακοστή και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Ξεκινώ νηστεία ό.π.τ. : Αγούστου πρώτ' σαρακοστιάζουμ' (Την πρώτη Αυγούστου ξεκινάμε την νηστεία, ενν. του Δεκαπενταύγουστου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812