σαρακοστιάζω
(ρ.)
σαρακοσ̑τιάζω
[sarakοˈʃtʝazo]
Αξ., Φλογ.
σαρακοσ̑τιάζου
[sarakοˈʃtʝazu]
Μισθ.
Από το ουσ. σαρακοστή και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Ξεκινώ νηστεία
ό.π.τ.
:
Αγούστου πρώτ' σαρακοστιάζουμ'
(Την πρώτη Αυγούστου ξεκινάμε την νηστεία, ενν. του Δεκαπενταύγουστου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812