ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπτίζω (ρ.) σαπτίζου [sapˈtizu] Μισθ. σαπτώ [sapˈto] Μαλακ., Μισθ., Τζαλ., Φλογ. σαπ͑τ͑ι-έω [sapʰtʰiˈeo] Φάρασ. σαπτιέου [saptiˈeu] Φάρασ. Αόρ. σάπ'σα [ˈsapsa] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. σαπτούρ'σα [saˈptursa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. sapmak = a) στρίβω, παρεκκλίνω β) παρεκτρέπομαι ηθικά. Ο αόρ. από το μεταβιβαστ. ρ. saptırmak.
1. Λοξοδρομώ, εκτρέπομαι, ξεστρατίζω ό.π.τ. : Σάπ'σα απεκειάρτα 'σ' τη στράτα, ασ' τ' ήκ'σα αρτεπιών σες (Βγήκα από το δρόμο, γιατί άκουσα φωνές ανθρώπων) Μισθ. -Αρχέλ. || Ασμ. Στης Αρμασίας μου το βουνό, λιθέρι εκυλίσθη
Σαπτεί σαδώ, σαπτεί σακεί, μη έρθει και με ντώκει
(Στο βουνό της Αρμασίας μου κύλισε ένα λιθάρι,
κατρακυλάει προς τα δω, κατρακυλάει προς τα εκεί, μην έρθει να με χτυπήσει)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
2. Μτφ., παρεκτρέπομαι ηθικά Μισθ. : Σαπτούρσι, ντου πήρε πις στράδα (Λοξοδρόμησε, πήρε τον κακό τον δρόμο) Μισθ. -Κοτσαν.