σαπλιά
(ουσ. θηλ.)
σαπλιά
[saˈpʎa]
Σίλ.
Από το ρ. σαπλαντώ υποχωρητ., με το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Φάπα, σφαλιάρα, χαστούκι
:
Ρώκιν του μιά σαπλιά
(Του έδωσε μιά σφαλιάρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
σαπλακιά