σαπλούς
(ουσ. ουδ.)
σαπλούς
[saˈplus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. saplı, όπου και διαλεκτ. τύπ. saplu = α) αυτός που έχει χερούλι β) διαλεκτ., κατσαρόλα με μακριά λαβή.
Κατσαρόλα με μία μακριά λαβή, καραβάνα.