σαπλάκι
(ουσ. ουδ.)
σ̑απλάχ'
[ʃapˈlax]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. şaplak = φάπα, σφαλιάρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. şaplah.
Φάπα, σφαλιάρα
:
Τσ̑άρπ'σε το ένα σ̑απλάχ'
(Του έδωσε μιά σφαλιάρα)
Αραβαν.
-Φωστ.