ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαντώ (ρ.) σανdού [sanˈdu] Ουλαγ. σανdι̂́ζω [sanˈdɯzo] Αραβαν. Αόρ. σάνσα [ˈsansa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. sanmak = πιστεύω.
Πιστεύω, νομίζω ό.π.τ. : Ισύ σανdάς κι ντο αστιναρλάνdημα γκολάι 'ναι (Εσύ νομίζεις πως η αρρώστια εύκολο (πράγμα) είναι) Ουλαγ. -Κεσ.