σαντώ
(ρ.)
σανdού
[sanˈdu]
Ουλαγ.
σανdι̂́ζω
[sanˈdɯzo]
Αραβαν.
Αόρ.
σάνσα
[ˈsansa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. sanmak = πιστεύω.
Πιστεύω, νομίζω
ό.π.τ.
:
Ισύ σανdάς κι ντο αστιναρλάνdημα γκολάι 'ναι
(Εσύ νομίζεις πως η αρρώστια εύκολο (πράγμα) είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.