σαντζιλαντίζω
(ρ.)
σανdζιλανdίζω
[sandzilanˈdizo]
Φάρασ.
σανdζ̑ιλατίζου
[sandʒilaˈtizu]
Φάρασ.
σαντσ̑ιλατίζω
[santʃilaˈtizo]
Φάρασ.
Εν. Παρατατ. γ'
σανdζ̑άνdανεν
[sanˈdʒandanen]
Ανακ.
Από τον αόρ. sancılandı του τουρκ. ρ. sancılanmak = υποφέρω.
1. Αμτβ., πονάω
ό.π.τ.
:
Σανdζ̑άντανεν το ωτί τ’
(Πονούσε το αφτί του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Ειδικότ., κοιλοπονώ
Φάρασ.
:
Γιόξαμ είμαι στανιέρι, για α σανdζιλανdίσω;
(Μήπως είμαι άρρωστη ή κοιλοπονώ)
Φάρασ.
-Παπαδ.