σανσαρόκκο
(ουσ. ουδ.)
σαγξαρόκ-κο
[saŋksaˈrokko]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. σανσάρος, όπου και τύπ. σαγξάρος, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Κουναβάκι