σαντάρι
(ουσ. ουδ.)
σαdάρ'
[saˈdar]
Μαλακ.
σατάρι
[saˈtari]
Φλογ.
Πληθ.
σατάρα
[saˈtara]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sadar = κοντάρι, ράβδος (THADS, λ. sadar).
Καθένας από τους πασσάλους που μπήγονται κάθετα στις τέσσερις γωνίες της βοϊδάμαξας
ό.π.τ.