ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαντάρι (ουσ. ουδ.) σαdάρ' [saˈdar] Μαλακ. σατάρι [saˈtari] Φλογ. Πληθ. σατάρα [saˈtara] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sadar = κοντάρι, ράβδος (THADS, λ. sadar).
Καθένας από τους πασσάλους που μπήγονται κάθετα στις τέσσερις γωνίες της βοϊδάμαξας ό.π.τ.