ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σανσάρος (ουσ. αρσ.) σανσάρος [sanˈsaros] Φλογ. σανσάρ' [sanˈsar] Ουλαγ. σαγξάρος [saŋˈksaros] Σινασσ. σανξάρους [saˈɳgsarus] Μισθ. σαλξάρος [salˈksaros] Φλογ. Ουδ. σαγξάρι [saŋˈksari] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sansar (< παλ. τουρκ. saġsar) = κουνάβι.
1. Το αιλουροειδές ζώο ικτίς η αληθής (martes foina), κοινώς κουνάβι ό.π.τ. Συνών. κοστούς
2. Συνεκδοχ., το δέρμα του ζώου αυτού Αξ.