σανσάρος
(ουσ. αρσ.)
σανσάρος
[sanˈsaros]
Φλογ.
σανσάρ'
[sanˈsar]
Ουλαγ.
σαγξάρος
[saŋˈksaros]
Σινασσ.
σανξάρους
[saˈɳgsarus]
Μισθ.
σαλξάρος
[salˈksaros]
Φλογ.
Ουδ.
σαγξάρι
[saŋˈksari]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sansar (< παλ. τουρκ. saġsar) = κουνάβι.
2. Συνεκδοχ., το δέρμα του ζώου αυτού
Αξ.