σανιδιώνας
(ουσ.)
σανιδιώνας
[saniˈðʝonas ]
Ανακ.
Από το μεσν. ουσ. σανίδι (θ. σανιδ-) και το παραγωγ. επιθμ. -ώνας.
Σανιδένιος