σαντικλί
(ουσ. ουδ.)
σαντικλί
[sandiˈkli]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. sandıklı = α) εξοπλισμένος με μικρό κιβώτιο β) ως ουσ., καπλαμάς γ) παλιό χρυσό νόμισμα της εποχής του Μαχμούτ του Β΄, που χρησιμοποιείται ως κόσμημα.
Χρυσό νόμισμα αξίας 60 γροσίων