σαντράτσι (II)
(ουσ. ουδ.)
σαdράτσ̑ι
[saˈdratʃi]
Τροχ.
σαdιράτσ'
[sadiˈrats]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. satranç = α) σκάκι β) το ριγέ μοτίβο γ) ως επίθ., ριγωτός (Redhouse)
Πβ.
σατίρι
Kαρό σχέδιο υφάσματος
:
Να τα ποίκω όλα σαdράτσ̑’;
(Να τα κάνω όλα καρό, ενν. τα υφάσματα;)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Το σαdιράτσ' και τα τσιγίρια τσιγίρια το σάλ’ τα 'φάνισκαμ' για τα μιντέρια, τα μιτίλια, τα στρώσια και τα πισκαβαλάις
(Το καρό και το ριγέ το ύφασμα τα υφαίναμε για τα καλύμματα, τα παπλώματα, τα στρωσίδια και τα μαξιλάρια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025