ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαντραζάμης (ουσ. αρσ.) σαντραζάμ' [sadraˈzam] Αραβαν. σατραζάμης [satraʹzamis] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. sadrazam = μεγάλος βεζίρης (< αραβ. ṣadr-i aˁẓām).
Βεζύρης ή στρατηγός ό.π.τ. : Μπεγέvσε ένα παλληκάρ', γιάχοτ πατισαχιού παιρί 'ναι, γιάχοτ σαντραζαμιού, (Διάλεξε ένα παλληκάρι, είτε είναι παιδί βασιλιά, είτε βεζύρη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έριται σατραζάμης να κρέψ' το κορίτσ̑' σο παιδί τ' (Έρχεται ο βεζίρης να ζητήσει το κορίτσι για να το παντρέψει με το γιό του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Δώκανε δέκα παπόρια σ̑ατραζαμιού το παιδί, κι ένα βαπόρ' σο κ͑ολέ τ' (Δώσανε δέκα βαπόρια στο γιό του βεζίρη, και ένα βαπόρι στο δούλο του)