σαντραζάμης
(ουσ. αρσ.)
σαντραζάμ'
[sadraˈzam]
Αραβαν.
σατραζάμης
[satraʹzamis]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. sadrazam = μεγάλος βεζίρης (< αραβ. ṣadr-i aˁẓām).
Βεζύρης ή στρατηγός
ό.π.τ.
:
Μπεγέvσε ένα παλληκάρ', γιάχοτ πατισαχιού παιρί 'ναι, γιάχοτ σαντραζαμιού,
(Διάλεξε ένα παλληκάρι, είτε είναι παιδί βασιλιά, είτε βεζύρη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έριται σατραζάμης να κρέψ' το κορίτσ̑' σο παιδί τ'
(Έρχεται ο βεζίρης να ζητήσει το κορίτσι για να το παντρέψει με το γιό του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Δώκανε δέκα παπόρια σ̑ατραζαμιού το παιδί, κι ένα βαπόρ' σο κ͑ολέ τ'
(Δώσανε δέκα βαπόρια στο γιό του βεζίρη, και ένα βαπόρι στο δούλο του)