σαντάρι ( ουσ. ουδ.
)
σαdάρ'
[saˈdar]
Μαλακ.
σατάρι
[saˈtari]
Φλογ.
Πληθ.
σατάρα
[saˈtara]
Φλογ.
...
σαντζής
(ουσ. αρσ.)
σαντζ̑ής
[sanˈdʒis]
Φάρασ.
σαντσ̑ής
[sanˈtʃis]
Φάρασ.
σαντζ̑ί
[sanˈdʒi]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. sancı = σουβλιά, έντονος πόνος.
1. Έντονος πόνος, σουβλιά
Φάρασ.
2. Ωδίνες
Φλογ.