σαντζής
(ουσ. αρσ.)
σανdζ̑ής
[sanˈdʒis]
Φάρασ.
σαντσ̑ής
[sanˈtʃis]
Φάρασ.
σανdζ̑ί
[sanˈdʒi]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. sancı = σουβλιά, έντονος πόνος.
1. Έντονος πόνος, σουβλιά
Φάρασ.
2. Ωδίνες
Φλογ.