σαντούρι
(ουσ.)
σαντ͑ούρι
[sanˈtʰuri]
Φάρασ.
σανdούρ'
[sanˈdur]
Γούρδ., Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. santur.
Το ανατολίτικο μουσικό όργανο σαντούρι
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025