σαντούρι
(ουσ.)
σανdούρ'
[sanˈdur]
Γούρδ.
σαντ͑ούρι
[sanˈtʰuri]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. santur.
Το ανατολίτικο μουσικό όργανο σαντούρι.
ό.π.τ.