ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάνκι (σύνδ.) σάνκι [saˈnci] Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ. σάνκιμ [saŋˈcim] Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ. σάνκις [ˈsancis] Φάρασ. σάνκ̇ι [saˈnki] Φάρασ. Από τον τουρκ. σύνδ. sanki(m) = τάχα (βλ. Tietze 2019: λ. sankim). O τύπ. σάνικις με αναλογ. προσθήκη επιρρηματ. , πβ. τότες, ποτές κ.τ.ο.
Σάμπως, σαν να, τάχα ό.π.τ. : Παγίρτ'σιν βυνατά, σάνκις να ένdουν τίπους (Φώναξε δυνατά, σαν να έγινε κάτι) Φάρασ. -Αναστασ. Λένε γιέ μ' σάνκιμ το σον ο νους έν' στην Πόλ' (Λένε γιέ μου πως τάχα το μυαλό σου είναι στην Πόλη) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σάνκι η ψυχη τ' δεν πάει μέσα και δίνουν το κιουμπρίκ στον κιουμπρουκτσή που φυλά την πόρτα (Σαν να μην μπαίνει μέσα η ψυχή του (ενν. στον παράδεισο) και δίνουν δασμό εισαγωγής στον τελώνη που φυλάει την πόρτα) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ζαγιά σάνκι οπ' τουν παπά καλά τα ξέρου να ειπώ (Τώρα σαν να ξέρω καλύτερα από τον παπά να πω) Σίλ. -ΔΕΟ Συνών. απαντέχω, γιανί, κόγια, ντεγί