ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεγί (σύνδ.) ντεγί [deˈʝi] Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ. τεγί [teˈʝi] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ντεΐ [deˈi] Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φάρασ. τεΐ [teˈi] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. ντέι [ˈdei] Φάρασ. τέι [ˈtei] Φάρασ. ντι [di] Φάρασ. τι [ti] Φάρασ. ντεγιού [deˈʝu] Σίλ. Από τον τουρκ. τελ. συνδ. diye (< γερούνδιο του ρ. demek = λέω, βλ. Lewis 2000: 174-175), όπου και διαλεκτ. τύπ. deyi, dey, dei και deyü (TSS, λ. deyü). Για την σύνταξή του, πάντα σε ληκτική θέση, βλ. αναλυτικά Αναστασιάδης (1976: 221, .226, 230-231). Εσφαλμένη η άποψη του Dawkins (1916: 654) ότι ο τύπ. ντι προέρχεται από τoν αρχ. συνδ. ὅτι.
1. Ως επίρρ., τάχα, δήθεν, ισχυριζόμενος ότι, πιστεύοντας ότι ό.π.τ. : Α ημέρα πάγασιν σο μύ’ο μο το γαϊρίδι δύο ντάγια κοτσί να λέσει τε’ί (μιά μέρα πήγε με το γάιδαρο στο μύλο για να αλέσει δυο σακιά σιτάρι, λέει) Αφσάρ. -Παπαδ. Το 'μό 'ναι ντεΐ, πήρεν ντo (Ισχυριζόμενος ότι είναι δικό του, το πήρε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να βρέξ' ντεΐ, ήρταμε (Πιστεύοντας ότι θα βρέξει, ήρθαμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'νάφτσ̑ει τα ξ̑ύλα οπ' τσ̑ην ιρέαν ότσ̑ι κόρη απέσ' τουν ένι ντεγί (Ανάβει τα ξύλα με την ιδέα ότι η κόρη του είναι μέσα) Σίλ. -Dawk. Πολλά 'νdαι ντεΐ, δεν έμη (Ισχυριζόμενος ότι είναι πολλοί, δεν μπήκε) Ουλαγ. -Κεσ. Ασ’ το φόβο τ’ να χάσ’ τα λίρες ντεΐ (Απ' τον φόβο του ότι θα χάσει τις λίρες του) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Χιτς̑ ρε σ'κών̑ιτι οπ' του φόβουν ντου ντανά μη τα ρήσ̑ει ντεγί (Καθόλου δεν σηκώνεται από το φόβο του μήπως (αναγκαστεί να δέσει) το μοσχάρι) Σίλ. -Dawk. || Παροιμ. Σο ντιλεντσ̑ής έντωκαν χ̇ι̂γιάρ' και σταβρό ναι ντεγί, ντεν ντo πήρε. (Στο ζητιάνο έδωσαν αγγούρι, και ισχυριζόμενος ότι είναι στραβό, δεν το πήρε˙ Για τους φτωχούς και υπερήφανους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. απαντέχω, γιανί, κόγια, σάνκι
β. Φατικός δείκτης με την σημ. ‘είπε’ Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. : "Με το σκοτώεις» ντεγί ("Μη το σκοτώσεις» είπε ) Ουλαγ. -Dawk. Ἀμα τ’ άκουσιν αβούτσ̑α, είπι: «του μάνα μ' σκότουσις του» ντεγί (Άμα τα άκουσε αυτά, είπε «Τη μάνα μου τη σκότωσες», είπε ) Μαλακ. -Dawk. Ετό «Πού να πάτ';» τεγί ρώτ'σεν τα, κ' ικείνα «Να πάμ' να εύρουμε Θεού νάκρα» 'παν (Αυτός τους ρώτησε «Πού θα πάτε;», κι εκείνα είπαν: «Θα πάμε να βρούμε την άκρη του κόσμου» ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 «Πουλώ λαχτυλίδες,» ντεΐ, τσ̑ΙγΙρντά («Πουλώ δαχτυλίδια», λέει, φωνάζει ) Είπαν ντι κι: «α’ υπάμε να ντανισ̑εφτούμε» (είπαν ότι «Aς πάμε να ζητήσουμε συμβουλή ) Φάρασ. -Dawk. Λέ τι κι: «Κόρη μου, 'γώ έχω πολύ τάρτι» (Λέει ότι «κόρη μου, εγώ έχω πολύ βάσανο» ) Φάρασ. -Dawk.
γ. Ως αιτιολ. σύνδ. που δηλώνει υποκειμενική αιτιολογία, επειδή, επειδή τάχα Ουλαγ., Φάρασ. : 'πο πίσου μας τζ' 'α μες δώσει, σαϊτιέσαμ' τσαι τανισεύταμ' τεγί (Δεν θα μας χτυπήσει πισώπλατα, επειδή τον λογαριάσαμε και τον συμβουλευτήκαμε ) Φάρασ. -Αναστασ. Εσύ ντεν ήρτες ντεΐ, γκι ιμείς μι ντε να πάμ' 'τον; (Επειδή εσύ δεν ήρθες, δεν θα πηγαίναμε κι εμείς; ) Μαλακ., Ουλαγ. -Κεσ.
2. Ως τελ. σύνδ., για να, με στόχο να Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. : Ντε λάλ'σε, μη ανοίξ̑ γαβγά ντεγί (Δεν μίλησε, για να μην ανοίξει καβγά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήρα σε σο σπίτσ̑ι μ' να σε φυλάξω ντεγί (Σε πήρα στο σπίτι μου για να σε προφυλάξω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φάισά το με λαλεί ντεΐ (Τον έδειρα για να μη μιλάει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Φόρωσα το σάκο τ' με παγών' ντεΐ (Του φόρεσα το σακάκι του για να μην κρυώνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήρτε να γκελετζέψ̑'νε ντεΐ (Ήρθε για να μιλήσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Tότε πατισ̑άχος σάλ'σε και τ’ άλλο το κορίσ̑', να το μποίκ' qΙρμιζί ντεγί (Τοτε ο βασιλιάς έστειλε και το άλλο το κορίτσι, για να το κάνει κόκκινο) Αραβαν. -Dawk. «Ιτό ντο ράμμα ατί ντο σαρντάς;»· ντο ναίκα έπε κι «Να φωτίσ̑' ντεγί, το σαρντώ», έπε ("Αυτό το νήμα γιατί το τυλίγεις;"· η γυναίκαι είπε ότι "για να φωτίσει το τυλίγω", είπε) Ουλαγ. -Dawk. Παίν'νι σου qομουσ̑ού τ'νε, να πάρνι του ρούπ', για να τα μοιραστούνι ντεγί (Πηγαίνουν στoυ γείτονά τους, να πάρουνε το μέτρο/ρούπι, για να τα μοιραστούν) Μαλακ. -Dawk. Έθικιν ασκέρ', να του φυλάξ'νι ντεγί (Έβαλε στρατιώτες να το φυλάξουν) Μαλακ. -Dawk. Έφυγε, με το μάχ' ντεΐ (Έφυγε για να μην το μάθει) Ουλαγ. -Κεσ. Πήγαν να αβλαντίσων ντεΐ (Πήγαν να κυνηγήσουν) Ουλαγ. -Κεσ. Ετό ντο κορίτσ̑' δώκαν ντο ιλάτσ̑α, να ξ̑υπνήσ̑' ντεΐ (Σ' αυτό το κορίτσι του έδωσαν φάρμακα, για να ξυπνήσει) Σίλατ. -Dawk. Σ̑έρνισ̇καν σιλάχγια ας τ' ακούσ̇'νε ασό χωριό τεγί (Τράβαγαν όπλα, ενν. και πυροβολούσαν, για να τους ακούσουνε από το χωριό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ήρτιν να μι ιδεί τεγί (Ήρθε για να με δει) Φάρασ. -Bağr. Τσ̑αι τους πάλι ποίκαν τα 'αν τα 'πεμεινά, μη σηκώσουν τζ̑ουφάλι τεγί (Και σε αυτούς πάλι έκανα ότι και στους άλλους, για να μην ξανασηκώσουν κεφάλι) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. ας :3, για να, να, ντεγί :2