ντεβρέ
(επίθ.)
ντεβρέ
[deˈvre]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
ντεβρέδια
[deˈvreðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
Από τουρκ. ουσ. devre = στροφή, περιστροφή, όπου και διαλεκτ. σημ. ως επίθ. ανάποδος, αντεστραμμένος, λανθασμένος (THADS, λ. devre I).
Ανάποδος, αντίθετος
ό.π.τ.
:
Δείχνει το αϊνά, ιμιά τ’ ορτό τ' γιαν, και ύστερα κλώθ' το ντεβρέ τ' το γιάν'
(Δείχνει τον καθρέφτη, πρώτα την μπροστινή πλευρά του και ύστερα γυρίζει την πίσω πλευρά)
Φλογ.
-Dawk.