ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεβρέ (επίθ.) ντεβρέ [deˈvre] Μαλακ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. ντεβρέδια [deˈvreðʝa] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ. Από τουρκ. ουσ. devre = στροφή, περιστροφή, όπου και διαλεκτ. σημ. ως επίθ. ανάποδος, αντεστραμμένος, λανθασμένος (THADS, λ. devre I).
Ανάποδος, αντίθετος, λανθασμένος ό.π.τ. : Δείχνει το αϊνά, ιμιά τ’ ορτό τ' γιαν, και ύστερα κλώθ' το ντεβρέ τ' το γιάν' (Δείχνει τον καθρέφτη, πρώτα την μπροστινή πλευρά του και ύστερα γυρίζει την πίσω πλευρά) Φλογ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 09/09/2025