ντεβίρντημα
(ουσ. ουδ.)
ντιβίρντημα
[diˈvirdima]
Τροχ.
Από το ρ. ντεβιρντίζω, όπου και τύπ. ντιβιρντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια του γκρεμίσματος
Τροποποιήθηκε: 25/10/2025