ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντι ντι (επιφ.) ντι ντι [diˈdi] Αξ. ντε ντε [deˈde] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. di di =άντε, επιφώνημα ενθάρρυνσης που σχετίζεται με το haydi (THADS, λ. di di).
Επιφώνημα παρακελευσματικό για άλογο ή γαϊδούρι να τρέξει