ντε ντε
(επιφ.)
ντε ντε
[deˈde]
Αξ.
ντι ντι
[diˈdi]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. di di =άντε, επιφώνημα ενθάρρυνσης που σχετίζεται με το haydi (THADS, λ. di di).
Επιφώνημα παρακελευσματικό για άλογο ή γαϊδούρι να τρέξει
Τροποποιήθηκε: 04/10/2025