ντι ντι
(επιφ.)
ντι ντι
[diˈdi]
Αξ.
ντε ντε
[deˈde]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. di di =άντε, επιφώνημα ενθάρρυνσης που σχετίζεται με το haydi (THADS, λ. di di).
Επιφώνημα για άλογο ή γιαϊδούρι να τρέξει