ντατίζω
(ρ.)
ντατίζω
[daˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
ντάτ’σα
[ˈdatsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. tadı του τουρκ. ρ. tatmak = δοκιμάζω, γεύομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. datmak.